Τι είναι το ανεύρυσμα θωρακικής αορτής;
Η αορτή αποτελεί την μεγαλύτερη αρτηρία του ανθρώπινου σώματος η οποία μεταφέρει το αίμα και το οξυγόνο στα διάφορα όργανα, τα άνω και τα κάτω άκρα.
Η αορτή χωρίζεται στην ανιούσα αορτή, το αορτικό τόξο, την κατιούσα θωρακική αορτή και την κοιλιακή αορτή. Όταν η διάμετρος της αορτής μεγαλώσει πέραν του φυσιολογικού λέμε ότι η αορτή έχει ανευρυσματική διάταση ή πιο απλά ανεύρυσμα αορτής.
Το θωρακικό ανεύρυσμα μπορεί να αναπτυχθεί στην ανιούσα αορτή, στο αορτικό τόξο ή την κατιούσα θωρακική αορτή. Στην Αγγειοχειρουργική αντιμετωπίζουμε τα ανευρύσματα που περιλαμβάνουν το αορτικό τόξο και την κατιούσα θωρακική αορτή. Όταν συνδυάζεται με ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής λέμε πως ο ασθενής έχει θωρακοκοιλιακό ανεύρυσμα.
Αίτια και παράγοντες που οδηγούν στο ανεύρυσμα
Οι κυριότεροι παράγοντες που ευθύνονται για την ανάπτυξη ανευρύσματος είναι το κάπνισμα, η υπέρταση, η αθηροσκλήρωση και η κληρονομικότητα. Η κληρονομικότητα αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα γι’ αυτό και ασθενείς με οικογενειακό ιστορικό πρώτου βαθμού συγγένειας πρέπει να ελέγχονται για ανεύρυσμα.
Άλλη μία μεγάλη κατηγορία είναι τα γενετικά σύνδρομα του συνδετικού ιστού (Marfan syndrome, Ehlers- Danlos syndrome, Loeys- Dietz syndrome) στα οποία το τοίχωμα της αορτής υπόκειται σε εκφυλιστικές αλλοιώσεις και δημιουργείται ανεύρυσμα.
Αιτίες για ανάπτυξη επίσης αποτελούν κάποιες λοιμώξεις, φλεγμονώδεις αντιδράσεις (αορτίτιδες), αυτοάνοσα νοσήματα, και τραύμα.
Τέλος, η στένωση του ισθμού της αορτής, ανεξαρτήτως προηγούμενης αντιμετώπισης, αποτελεί παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη θωρακικού ανευρύσματος.
Διάγνωση
Στην πλειονότητα τους τα θωρακικά ανευρύσματα δεν προκαλούν συμπτώματα και μπορεί να περάσει αρκετός χρόνος μέχρι να μεγαλώσουν αρκετά και ο ασθενής να αντιληφθεί την παρουσία τους.
Ένα από τα πιο συνήθη συμπτώματα είναι ο πόνος στο στήθος ή στην πλάτη. Ανάλογα με τη θέση τους μπορεί επίσης να προκαλέσουν πιεστικά φαινόμενα σε γειτνιάζουσες δομές. Για παράδειγμα:
- Δυσκολία στην κατάποση (οισοφάγος)
- Δύσπνοια (τραχεία)
- ή βραχνάδα (παλίνδρομο λαρυγγικό νεύρο)
Είναι σημαντικό ο ασθενής να υποβληθεί σε έλεγχο γιατί για τα συγκεκριμένα συμπτώματα μπορεί να ευθύνονται άλλες παθολογίες (στηθάγχη, έμφραγμα, διαχωρισμός αορτής, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, εκφυλιστικές αλλοιώσεις σπονδυλικής στήλης).
Το συμπτωματικό ανεύρυσμα με επικείμενη ρήξη και η ρήξη ανευρύσματος θωρακικής αορτής παρουσιάζονται ως οξύς, αιφνίδιος έντονος πόνος στο στήθος ή στην πλάτη με συνοδό υπόταση και πιθανή απώλεια των αισθήσεων, και αποτελούν επείγουσες καταστάσεις επικίνδυνες για τη ζωή που πρέπει να αντιμετωπίζονται αμέσως από τον Αγγειοχειρουργό.
Τις περισσότερες φορές το ανεύρυσμα θωρακικής αορτής διαγιγνώσκεται τυχαία σε απεικονιστικό έλεγχο (αξονική τομογραφία, μαγνητική τομογραφία, ακτινογραφία) που έχει υποβληθεί ο ασθενής για άλλους λόγους.
Ο Αγγειοχειρουργός θα εκτιμήσει τον ασθενή με ενδελεχή λήψη ιστορικού και φυσική εξέταση. Ανάλογα με τα ευρήματα και για την καλύτερη ανάλυση των χαρακτηριστικών του ανευρύσματος μπορεί να ζητηθεί να υποβληθεί σε:
- Αξονική τομογραφία (Αγγειογραφία με σκιαγραφικό ή σε περίπτωση νεφρικής ανεπάρκεια απλή αξονική)
- Μαγνητική αγγειογραφία
- Υπερηχογράφημα καρδιάς (μπορεί να εκτιμηθεί το μέγεθος της ανιούσας αορτής)
Θεραπεία
Το ανεύρυσμα δεν εξαφανίζεται ή εξαλείφεται χωρίς χειρουργική παρέμβαση. Μεγαλώνει με σχετικά αργό ρυθμό γι’ αυτό και είναι σημαντικό να παρακολουθείται στενά.
Η κατάλληλη αντιμετώπιση εξαρτάται από το μέγεθος του ανευρύσματος. Συνήθως η χειρουργική αντιμετώπιση επιλέγεται για θωρακικά ανευρύσματα με μέγεθος πάνω από 5,2- 5,5 εκατοστά. Ο ρυθμός αύξησης του μεγέθους, η μορφολογία καθώς επίσης και η υποκείμενη αιτία του ανευρύσματος λαμβάνονται υπόψιν ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί κατάλληλα. Η φυσική κατάσταση και η ηλικία του ασθενούς παίζουν σημαντικό ρόλο στην απόφαση για τη θεραπεία.
Στα ανευρύσματα μικρότερα των 5 εκατοστών συστήνεται η παρακολούθηση με απεικονιστικές μεθόδους όπως η αξονική τομογραφία και μαγνητική τομογραφία. Το μεσοδιάστημα μεταξύ των ελέγχων καθορίζεται από το μέγεθος του ανευρύσματος.
Η αποφυγή του καπνίσματος, η ρύθμιση της υπέρτασης με την κατάλληλη δίαιτα και φαρμακευτική αγωγή, όπως και η βελτίωση του καρδιαγγειακού κινδύνου με ασπιρίνη και αντιλιπιδαιμικά φάρμακα, αποτελούν σημαντικές παρεμβάσεις στην συντηρητική αντιμετώπιση που μπορεί να επιβραδύνουν την διάταση του ανευρύσματος.
Όταν επιλέγεται χειρουργική αντιμετώπιση, κάθε ασθενής υποβάλλεται σε απεικονιστικό έλεγχο με αξονική ή μαγνητική τομογραφία. Η πλειοψηφία των ανευρυσμάτων πλέον αντιμετωπίζεται με τοποθέτηση ενδαγγειακής πρόθεσης. Σε κάποιες περιπτώσεις προτιμάται η ανοιχτή μέθοδος, με εκτομή του ανευρύσματος και τοποθέτηση συνθετικού μοσχεύματος.
Ενδαγγειακή αντιμετώπιση ανευρύσματος θωρακικής αορτής (TEVAR)
Ο ασθενής πριν το χειρουργείο υποβάλλεται σε αξονική τομογραφία (αξονική αγγειογραφία, εκτός αν συνυπάρχει νεφρική ανεπάρκεια) στην οποία αναλύονται τα χαρακτηριστικά του ανευρύσματος και επιλέγεται κατάλληλη ενδοπρόθεση.
Η επέμβαση πραγματοποιείται υπό γενική αναισθησία με παρακέντηση τον μηριαίων αρτηριών αμφοτερόπλευρα. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί να πραγματοποιηθούν μικρές τομές στις βουβωνικές περιοχές. Ειδικά ενδαγγειακά σύρματα και καθετήρες χρησιμοποιούνται με τη βοήθεια ακτινοσκόπησης και έγχυσης σκιαγραφικής ουσίας, ούτως ώστε να τοποθετηθεί με ακρίβεια η ενδοπρόθεση και να αποκλειστεί το ανεύρυσμα. Ο ασθενής κινητοποιείται συνήθως 6 ώρες μετά την επέμβαση ενώ η παραμονή του στο νοσοκομείο διαρκεί μία με δύο ημέρες.
Μετά το εξιτήριο συστήνεται η ομαλή μετάβαση στις καθημερινές δραστηριότητες με αποφυγή άρσης βάρους. Επίσης συστήνεται η αποφυγή οδήγησης για περίπου δύο με τρεις εβδομάδες. Ο ασθενής επισκέπτεται το ιατρείο 10 ημέρες μετά το χειρουργείο, ενώ απεικονιστικός έλεγχος με αξονική τομογραφία πραγματοποιείται ένα μήνα μετά την επέμβαση.
Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου καθώς και οι πιθανές επιπλοκές συζητούνται αναλυτικά με τον ασθενή κατά τη διάρκεια των επισκέψεων του στο ιατρείο πριν την χειρουργική επέμβαση.